ζεφυρηΐς

ζεφυρηΐς
ζεφῠρ-ηΐς, ΐδος, pecul.fem. of
A

ζεφύριος, ἀκτή Posidipp.

ap. Ath.7.318d codd. (-ίτιδος Valck.).
2 of the god Zephyros,

γενέθλη Nonn.D.37.335

, cf.47.341.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζεφυρηίς — ζεφυρηΐς, ίδος, ἡ (Α) (ανώμαλο θηλ. τού ζεφύριος*) αυτή που ανήκει στον θεό Ζέφυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέφυρος + κατάλ. ηίς πρβλ. αλσ ηίς, χλωρ ηίς] …   Dictionary of Greek

  • ζεφύριος — α, ο, (AM ζεφύριος, ον, Α θηλ. και ζεφυρία και ζεφυρῑτις και ζεφυρηΐς και ζεφυρίη) [ζέφυρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άνεμο ζέφυρο μσν. αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δύση, ο δυτικός αρχ. 1. (δοτ. πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”